- (ε)ξώλαμπρα
- (ε)ξώλαμπραεπίρρ., αφού περάσει η Λαμπρή, τις πρώτες ημέρες μετά το Πάσχα, απόπασχα, εξώπασχα.ξώλαμπραεπίρρ. χρον., μετά τη Λαμπρή, ξώπασχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.